Κρήτης, Εκκλησία

Κρήτης, Εκκλησία
Ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Απαρτίζεται από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και τις ιερές μητροπόλεις Γορτύνης και Αρκαδίας, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Κυδωνίας και Αποκορώνου, Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων, Ιεραπύτνης και Σητείας, Πέτρας και Χερονήσου, Κισσάμου και Σελίνου, Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου. Ανώτατη διοικητική αρχή της είναι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος Κρήτης (Ηράκλειο), η οποία σύγκειται από τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης (πρόεδρος), και όλους τους μητροπολίτες του νησιού. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται η Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης (Ηράκλειο), η Μέση Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης (Άγιος Ματθαίος Χανίων) και η Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης (εκπρόσωπός της ο μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου). Επίσημο δελτίο της είναι Ο Απόστολος Τίτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Κρητικής Εκκλησίας με έδρα το Ηράκλειο, η οποία ιδρύθηκε το 1967 με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αγροτικής Ιστορίας και Λαϊκής Τέχνης (Κρήτης) — Σε ένα από τα χτισμένα σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική κτίρια των ξενοδοχειακών συγκροτημάτων Αρόλιθος (11ο χλμ. παλαιάς εθνικής οδού Ηρακλείου Ανωγείων Ρεθύμνου, κοντά στο χωριό Τύλισσος) λειτουργεί από το Νοέμβριο του 1999 ένα λαογραφικό μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”